Σκουλήκια είναι οι λέξεις μα η χαρά είναι φωνή/άλλος τραβάει για κάτω κι άλλος προς τα πάνω/τα στήθη θα παραμείνουν στήθη και οι μηροί μηροί/τα έργα δεν μπορούν να ονειρευτούν τι μπορούν τα όνειρα να κάνουν/- ο χρόνος είναι δέντρο ( ένα φύλλο αυτή η ζωή )/μα η αγάπη είναι ουρανός κι εγώ είμαι για σένα/για διάστημα μακρύ και ακριβώς τόσο πολύ.
E.E. Cummings, Καθώς η ελευθερία [Απόδοση Γ. Λειβαδάς]


Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Σεφέρης- αλληλογραφία προς την Μάρω

“πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω-γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου-δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου..”

“ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Aυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει”

“μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί…Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται.”

“αν έχω την τύχη να σου δώσω κάτι που να κρατήσεις μέσα σου από την αληθινή ζωή, αν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις ότι έχουμε κάτι μέσα μας που είναι μεγάλη αμαρτία να το εξευτελίζουμε, θα είναι αρκετό. Κι αυτά όλα που σου γράφω, τόσο ήρεμα τώρα, με κάνουν να συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατό να μην είναι κανείς απάνθρωπος, όταν είναι απάνθρωπη η ζωή.”

“Αισθάνομαι πως τρέχω με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως κάποιος, ίσως εσύ, μου φωνάζει “Σταμάτησε. Σταμάτησε”. Ίσως αυτός που μου φωνάζει έχει δίκιο, αλλά αισθάνομαι ακόμη πως, αν σταματήσω απότομα, είναι καταστροφή.
-τρελό μου παιδί, όλα αυτά τίποτα δεν ξέρουν να πουν, άμα έρθω κοντά σου ίσως καταλάβεις κάτι περισσότερο….”

“…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ πια να περάσω.”

“Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου.
Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.”

“κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως , αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο”
όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρεί τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…”

“…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…”

“..είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις..”

“μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.”

“τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..”

“Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή-ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου-είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα”

“Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα-ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη-θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν…φαίνεται σήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά.”

“όταν πάει να πάρει κανείς μια μεγάλη απόφαση, ποτέ δε μπορεί να τα δει όλα. Βλέπει έναν κύκλο σαν το μισοφέγγαρο, μισό φωτεινό και μισό σκοτεινό. Πάνω στο φωτεινό μέρος βάζει όλη του τη λογική. Πάνω στο σκοτεινό όλη του την παλικαριά και την πίστη….”

“Πόσα πράγματα που έχω να σου πώ ή να σου δείξω και που δε μ’ άφησε η λαχανιασμένη ζωή μας. Όλα τα πράγματα που λέει κανείς όταν πέσει λίγη μπουνάτσα, όταν ξεδιψάσει λίγο, και είναι σίγουρος πως δε θα χάσει τον άνθρωπό του…”

“…Αν είχα χρήματα, λες.
Μα αν είχα οτιδήποτε απ΄αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα.
Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…”

“…Χτές πρώτη φορά, το βράδυ, ύστερα απο τόσον καιρό έπιασα λίγη λογοτεχνική δουλειά. Ήταν σα να είχες νυστάξει μέσα στη σκέψη μου και να σ΄είχε πάρει ο ύπνος.”

“…ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;”

“…σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…”

“Σε συλλογίζομαι.
Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις.
Κι όλα αυτά είναι ο,τι είναι.
Κάποτε βαριά….”

“αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία”

“και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν”

“όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;”

“αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι’ αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ’ εμένα”

“πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ’ αφήνει να σ’ αγαπώ όπως θέλω , δε μ’ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;”

“θα ήθελα τρείς μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…”

“φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ..”

“ρωτιέμαι καμιά φορά πως θα μιλούσες, αν ήσουν κοντά μου. Πόσα λίγα πράγματα μπορεί να φτιάξει η φαντασία. Ρωτιέμαι ακόμη πως θα ήσουν, εσύ, ζωντανή, κοντά μου…”

“δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα-κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα”
                                                                                    Γιώργος Σεφέρης


Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Metamorphosis/ Μεταμόρφωση


Metamorphosis

Since you died, I notice
the outside seeping in.
There is the smell of damp in my chair.
My skin hangs in loose bracelets of bark
and my fingers scratch against my face
like a branch walked into.
A numbness is spreading up my cold ankles
as my locked feet take root.
The hands on my watch stand
motionless as deer against trees,
pulling away with long slow strides
dragging the nights into silent days.
I call out, like a startled jay
clattering up the canopyloi
of leaves closing over me
as I search the woodland paths
for traces of you.

                                 -Caroline Smith-

    Μεταμόρφωση

Από τότε που πέθανες, παρατηρώ
ότι τα έξω μέσα σταλάζουν.
Mυρίζει υγρασία η καρέκλα μου.
To δέρμα μου κρέμεται σα χαλαρά βραχιόλια απο φλοιό δέντρου
και τα δάχτυλά μου γρατζουνίζουν το πρόσωπό μου
σαν ένα κλαδί που απλά μπλέχτηκε.
Ένα μούδιασμα απλώνεται ως τους κρύους αστραγάλους μου
καθώς τα κλειδωμένα πόδια μου βγάζουν ρίζες.
Tα χέρια στο ρολόι μου κάθονται
ακίνητα σαν ελάφια στα κλαδιά
φεύγοντας με μακρές αργές δρασκελιές
σέρνοντας τις νύχτες στις ήσυχες μέρες.
Φωνάζω, σα τρομαγμένη καρακάξα
χτυπώντας δυνατά κάτω τα πόδια μου μέσα στον σωρό
από φύλλα που με κυκλώνει
καθώς εξερευνώ τα μονοπάτια του δάσους
για ίχνη από σένα.

                                                   Καρολάιν Σμλιθ
                                                     Μτφ Iris Verina

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

A piece of storm/ Ένα κομματάκι καταιγίδας, Mark Strand


A PIECE OF THE STORM

for Sharon Horvath

From the shadow of domes in the city of domes,
A snowflake, a blizzard of one, weightless, entered your room
And made its way to the arm of the chair where you, looking up
From your book, saw it the moment it landed.
That's all There was to it. No more than a solemn waking
To brevity, to the lifting and falling away of attention, swiftly,
A time between times, a flowerless funeral. No more than that
Except for the feeling that this piece of the storm,
Which turned into nothing before your eyes, would come back, That someone years hence, sitting as you are now, might say:
"It's time. The air is ready. The sky has an opening."

                                                                 Mark Strand from Blizzard of One

Ένα κομματάκι καταιγίδας

Aπο τις σκιές των τρούλων στη πόλη των τρούλων,
μια νιφάδα χιονιού, κομματάκι μιας χιονοθύελλας, ανάλαφρα μπήκε στο δωμάτιό σου
κι έφτασε στα χερούλια της καρέκλας όπου εσύ, σηκώνοντας τα μάτια
απο το βιβλίο σου, την είδες την ώρα που έπεφτε.
Αυτό ήταν όλο κι όλο. Τίποτα παραπάνω απο ένα ξύπνημα
της συντομίας, της εστίασης και της διάσπασης της προσοχής, αστραπιαία,
μια στιγμή ανάμεσα σε στιγμές, μιά κηδεία χωρίς λουλούδια. Τίποτα παραπάνω απ' αυτό
πέρα από το αίσθημα οτι αυτό το κομματάκι καταιγίδας
που χάθηκε μπροστά στα μάτια σου, θα γυρίσει, οτι κάποιος χρόνια αργότερα, καθισμένος όπως εσύ
τώρα, ίσως πει:
''Ηρθε η ώρα. Ο αέρας είναι έτοιμος. Ο ουρανός έχει μια τρύπα''.
                         
                                                                Μαρκ Στράντ

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ποιητική επιστολή Προς Έρα#2


                                               ‘δεν χρειάζεσαι ένα τοίχο για να σου πει την αλήθεια σου’
                                                                                           Χάρολντ Νορς



Aγαπητή Έρα,
Σήμερα περιπλανώμενη στο City,
βρέθηκα τυχαία σε μία γέφυρα.
Και κάπου εκεί θυμήθηκα πως κάποιος, κάποτε
μου είχε πει, πως
ο έρωτας με κλειδαριές κρατιέται στις γέφυρες.

Άραγε ,αγαπημένη, αν σκύψω θα δω την αντανάκλαση του στο νερό;
Αν κοιτάξω ψηλά θα τον δω να χτυπά τις χρυσές του φτερούγες;
Αν κλείσω τα μάτια θα νιώσω στο πρόσωπό μου τ’αεράκι του;

Κάπου εκεί συνέχισα εκείνη τη βόλτα.
Συγχώρα με φίλη μου μα στ’ορκίζομαι:
Οι γεφυρες του Λονδίνου είναι πολύ σάπιες
για να κρατήσουν τον Έρωτα. 
                                                            Σε φιλώ γλυκά

                                                             Ίριδα

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

The tears


         The tears

That night I shed a tear
when you first kissed me.
I don't remember the time
I don't remember the words
I don't remember the place.
Just kisses and tears.
Suddenly I found myself from
the chair to the bed.
And I could see very deep inside your eyes.
I could almost taste your soul.
I could almost touch your naked self.
But barely do I remember these.
All that I remember
is the tears.
The tears I couldn't help and burst into.
It was not tears.
It was a seal of different life
from that on.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

το μονόγραμμα μέρος 1/The monogram part 1


Σήμερα η επιλογή μου κάτι κλασσικό και αγαπημένο. Δε μπόρεσα να βρω τη μετάφρασή του στα αγγλικά γι'αυτό επιχειρώ τη δική μου.

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ 
           
Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
                                   μόνος, στον Παράδεισο

                                           Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

                                          II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
[...]
                                              Oδ. Ελύτης
My choice for tonight is a classical and beloved poem. I was not able to find the english translation so I attempt to translate it myself.

THE MONOGRAM

I will always be mourning for you --Can you hear me?--
                                         alone in the paradise.

                                 I
The destiny will move elsewhere the palm's engravings
like a key holder
At some point the time will consent itself

What else can be done? Since people love each other.
The sky will portray our intestines
and the innocence will strick the world
with the sharp black of death.

                             II

I mourn over the sun and I mourn over the forthcoming years
without us and I sing for those in the past
if they are true

The bodies had talked to each other and the boats had rang
sweet the guitars which turned on and off under the water
the 'believe me' and the 'don't'
once in the air once in the music
The two small animals,our hands,
which longing secretly to climb the one on the other
the lowerpot at the wide open house doors
and the pieces of the sea coming together
above the dry stone wall, opposite the fences
the windflower you kept in your hand
whose purple was shaking three times for three days above
the waterfalls

If there are true, I sing for
the wooden beam and the square textile
on the wall, for the mermaid with the undone hair
for the cat that stared at us in the dark
for the kid with the incense and the red cross
for the time close to the unapproachable rocks
I mourn over the cloth I touched and the world got inside me.
                                                            Odisseus Elytis
                                                            translation Iris Verina

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

The Shrinking Lonesome Sestina/ Η ζαρωμένη μοναχική σιστίνα


The Shrinking Lonesome Sestina

 Somewhere in everyone's head something points toward home,
 a dashboard's floating compass, turning all the time
 to keep from turning. It doesn't matter how we come
 to be wherever we are, someplace where nothing goes
 the way it went once, where nothing holds fast
 to where it belongs, or what you've risen or fallen to.

 What the bubble always points to,
 whether we notice it or not, is home.
 It may be true that if you move fast
 everything fades away, that given time
 and noise enough, every memory goes
 into the blackness, and if new ones come-

 small, mole-like memories that come
 to live in the furry dark-they, too,
 curl up and die. But Carol goes
 to high school now. John works at home
 what days he can to spend some time
 with Sue and the kids. He drives too fast.

 Ellen won't eat her breakfast.
 Your sister was going to come
 but didn't have the time.
 Some mornings at one or two
 or three I want you home
 a lot, but then it goes.

 It all goes.
 Hold on fast
 to thoughts of home
 when they come.
 They're going to
 less with time.

 Time
 goes
 too
 fast.
 Come
 home.

 Forgive me that. One time it wasn't fast.
 A myth goes that when the years come
 then you will, too. Me, I'll still be home.
-- Miller Williams

Η ζαρωμένη μοναχική σιστίνα

Κάπου μέσα σε όλων το κεφάλι κάτι δείχνει προς το σπίτι,
μιά άστατη πυξίδα ενός ταμπλό, γυρνώντας όλη την ώρα
για να κρατηθεί από το να γυρίζει. Δεν έχει σημασία πώς καταλήγουμε
να είμαστε όπου και να είμαστε, σε κάποιο μέρος όπου τίποτα δεν είναι
όπως παλιά, όπου τίποτα δε μένει εκεί
όπου ανήκει, ή σε τι έχουμε ανέλθει ή υποπέσει.

Αυτό που ο δείκτης πάντα δείχνει
είτε το προσέχουμε ειτε όχι είναι το σπίτι.
Ίσως να ναι αλήθεια οτι αν κινηθείς γρήγορα
όλα ξεθωριάζουν, οτι με το κατάλληλο χρόνο
και θόρυβο, κάθε μνήμη
σκοτεινιάζει και αν νέες έρθουν--

μικροσκοπικές σα μόρια αναμνήσεις
να ζήσουν σε ένα γούνινο σκοτάδι-- και αυτές επίσης,
τυλίγονται και πεθαίνουν. Αλλα ο Κάρολος πηγαίνει
στο Λύκειο τώρα. Ο Γιάννης δουλεύει στο σπίτι
όσες μέρες μπορεί για να περάσει λίγο χρόνο
με τη Σού και τα παιδιά. Οδηγεί πολύ γρήγορα.

Η Έλεν δε θα φάει το πρωινό της.
Η αδερφή σου θα ερχόταν
αλλα δεν είχε χρόνο.
Κάποια πρωινά στη μια ή δύο
ή στις τρείς σε θέλω στο σπίτι
πολύ, αλλα μετά μου φεύγει.

Πάντα φεύγει.
Κρατήσου γερά
απο τη σκέψη του σπιτιού σου
όταν έρχεται.
Θα γίνει λιγότερο
με το καιρό.

Ο χρόνος
περνά
πολυ
γρήγορα.
Έλα
σπίτι.

Συγχώρα μου αυτό. Μιά φορά δεν ήταν αρκετή.
Ένας μύθος λέει οτι όταν τα γρήγορα χρόνια περάσουν
τότε θα έρθεις κι εσύ. Εγώ θα είμαι ακόμη σπίτι.
                                                                               Μίλερ Γουίλιαμς
                                                                           Μεταφρ: Iris Verina