Σκουλήκια είναι οι λέξεις μα η χαρά είναι φωνή/άλλος τραβάει για κάτω κι άλλος προς τα πάνω/τα στήθη θα παραμείνουν στήθη και οι μηροί μηροί/τα έργα δεν μπορούν να ονειρευτούν τι μπορούν τα όνειρα να κάνουν/- ο χρόνος είναι δέντρο ( ένα φύλλο αυτή η ζωή )/μα η αγάπη είναι ουρανός κι εγώ είμαι για σένα/για διάστημα μακρύ και ακριβώς τόσο πολύ.
E.E. Cummings, Καθώς η ελευθερία [Απόδοση Γ. Λειβαδάς]


Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

FOR ONE NIGHT ONLY/Για μια νύχτα μόνο


FOR ONE NIGHT ONLY

When they parted they shook hands –
More final than a kiss –
In the early hours of morning
In the middle of the street.

They’d met by chance, both of them blurred by drink,
The music loud and lecherous,
The night-time heavy with the promise of debauch,
Delightful, dangerous, disreputable, delicious.

He caught her eye. There was nothing to be said.
So nothing was said. They danced, then
Hand in hand they slipped out to the beach.
The night was long. They didn’t feel the cold.
The sea was blind and unconcerned,
No one came to interrupt the peace.

They lay on their clothes, sand in their hair,
Sand on their thighs and feet.
The stars ignored them. They in turn
Ignored the sea and stars. Time slowed
The tide turned. They stifled their cries,
Crammed into seven hours enough for seven years.

He was leaving. She, too, was on her way.
They parted very early in the morning, shaking hands –
More final than a kiss – in the early hours of morning
In the middle of the street.

Louis de Bernières

Για μια νύχτα μόνο

Όταν αποχωρίστηκαν έδωσαν τα χέρια--
πιο τελεσίδικο απ' ένα φιλί--
τις πρώτες πρωινές ώρες
στη μέση του δρόμου.

Γνωρίστηκαν τυχαία, και οι δύο θολωμένοι από ποτό
η μουσική εκκωφαντική και λάγνα
η βραδιά βαριά με την υπόσχεση της ακολασίας
ξέφρενη, επικίνδυνη, ανυπόληπτη, πιπεράτη.

Της τράβηξε τη προσοχή. Δεν είχαν τίποτα να πουν.
Έτσι δεν είπαν τίποτα. Χόρεψαν κι έπειτα
χέρι-χέρι ξεγλίστρησαν στη παραλία.
Η νύχτα ήταν μακρά. Δεν ένιωθαν το κρύο.
Η θάλασσα ήταν τυφλή κι αδιάφορη.
Κανείς δεν ήρθε να ταράξει την ηρεμία.

Ξάπλωσαν στα ρούχα τους, άμμος στα μαλλιά τους,
Άμμος στους μηρούς και τα πόδια.
Τα αστέρια τους αγνοούσαν. Κι εκείνοι με τη σειρά τους
αγνοούσαν τη θάλασσα και τ' αστέρια. Ο χρόνος βράδυνε.
Η παλίρροια άλλαξε πορεία. Έπνιξαν τα κλάμματά τους
στριμώχνοντας επτά χρόνια σε επτά ώρες.

Εκείνος έφευγε. Εκείνη επίσης ήταν στο δρόμο.
Αποχωρίστηκαν πολύ νωρίς το πρωί δίνοντας τα χέρια--
πιο τελεσίδικο απ' ένα φιλί--τις πρώτες πρωινές ώρες
στη μέση του δρόμου.

Louis de Bernières