Σκουλήκια είναι οι λέξεις μα η χαρά είναι φωνή/άλλος τραβάει για κάτω κι άλλος προς τα πάνω/τα στήθη θα παραμείνουν στήθη και οι μηροί μηροί/τα έργα δεν μπορούν να ονειρευτούν τι μπορούν τα όνειρα να κάνουν/- ο χρόνος είναι δέντρο ( ένα φύλλο αυτή η ζωή )/μα η αγάπη είναι ουρανός κι εγώ είμαι για σένα/για διάστημα μακρύ και ακριβώς τόσο πολύ.
E.E. Cummings, Καθώς η ελευθερία [Απόδοση Γ. Λειβαδάς]


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Parent's Pantoum / Το παντούμ των γονέων


Parent's Pantoum

  for Maxine Kumin

Where did these enormous children come from,
More ladylike than we have ever been?
Some of ours look older than we feel.
How did they appear in their long dresses

More ladylike than we have ever been?
But they moan about their aging more than we do,
In their fragile heels and long black dresses.
They say they admire our youthful spontaneity.

They moan about their aging more than we do,
A somber group--why don't they brighten up?
Though they say they admire our youthful spontaneity
They beg us to be dignified like them

As they ignore our pleas to brighten up.
Someday perhaps we'll capture their attention
Then we won't try to be dignified like them
Nor they to be so gently patronizing.

Someday perhaps we'll capture their attention.
Don't they know that we're supposed to be the stars?
Instead they are so gently patronizing.
It makes us feel like children--second-childish?

Perhaps we're too accustomed to be stars.
The famous flowers glowing in the garden,
So now we pout like children. Second-childish?
Quaint fragments of forgotten history?

Our daughters stroll together in the garden,
Chatting of news we've chosen to ignore,
Pausing to toss us morsels of their history,
Not questions to which only we know answers.

Eyes closed to news we've chosen to ignore,
We'd rather excavate old memories,
Disdaining age, ignoring pain, avoiding mirrors.
Why do they never listen to our stories?

Because they hate to excavate old memories
They don't believe our stories have an end.
They don't ask questions because they dread the answers.
They don't see that we've become their mirrors,

We offspring of our enormous children.

                                           Carolyn Kizer

Το παντούμ των γονέων

Από που ήρθαν αυτά τα θεόρατα παιδιά,
τα πιο θηλυπρεπή απ'όσο ήμασταν ποτέ;
Κάποιοι από μας φαινόμαστε πιο γερασμένοι απ'ότι νιώθουμε.
Πώς εμφανίστηκαν με τα μακριά φορέματά τους

πιο θηλυπρεπή απ'όσο ήμασταν ποτέ;
Αλλά αυτά ουρλιάζουν για τα γηρατειά πιο πολύ απ'ότι εμείς,
πάνω στα εύθραυστα τακούνια και τα μακριά μαύρα φορέματα.
Λένε θαυμάζουν την εφηβική παρόρμησή μας.

Αυτά ουρλιάζουν για τα γηρατειά πιο πολύ  απ'ότι εμείς,,
μιά σκοτεινή ομάδα- γιατί δεν φωτίζονται;
Αν και λένε ότι θαυμάζουν την εφηβική παρόρμησή μας,
μας ικετεύουν να είμαστε αξιοπρεπείς σαν αυτά

ενώ αγνοούν τις ικεσίες μας να φωτιστούν.
Κάποια μέρα ίσως τραβήξουμε τη προσοχή τους
και τότε δε θα προσπαθούμε να είμαστε αξιοπρεπείς σαν αυτά
ούτε εκείνα να βρίσκουν στήριξη.

Κάποια μέρα ίσως τραβήξουμε τη προσοχή τους
δεν ξέρουν ότι θα πρεπε να 'μαστε τα άστρα;
Αντι γι'αυτό υποστηρίζονται υπερβολικά καλά.
Μας κάνει να νιώθουμε σαν παιδιά- παλιπαιδισμός;

Ισως είμαστε υπερβολικά συνηθισμένοι να 'μαστε άστρα,
τα πασίγνωστα λουλούδια που λάμπουν στο κήπο,
έτσι τώρα στραβομουτσουνιάζουμε σα παιδιά. Παλιπαιδισμός;
Αλλόκοτα θρύψαλα ξεχασμένης ιστορίας;

Οι κόρες μας κάνουν περίπατο μαζί στο κήπο,
κουβεντιάζοντας τα νέα που εμείς επιλέξαμε να αγνοήσουμε,
σταματώντας για να μας πετάξουν άτσαλα κομματάκια από τη δική τους ιστορία,
χωρίς ερωτήσεις που μόνο εμείς ξέρουμε την απάντηση.

Τα μάτια κλειστά σε νέα που εμείς επιλέξαμε να αγνοούμε,
θα προτιμούσαμε να ανασκάπτουμε παλιές μνήμες,
περιφρονώντας την ηλικία, αγνοώντας τον πόνο, αποφεύγοντας τους καθρέπτες.
Γιατί ποτέ δεν ακούν τις δικές μας ιστορίες;

Επειδή μισούν να ανασκάπτουμε παλιές μνήμες,
δεν πιστεύουν ότι οι ιστορίες μας έχουν τέλος.
Δεν ρωτούν ερωτήσεις επειδή τρέμουν την απάντηση.
Δεν βλέπουν ότι έχουμε γίνει οι καθρέπτες τους,

εμείς τα βλαστάρια των θεόρατων παιδιών μας.
                                                                  Καρολάιν Κάιζα

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Electrical storm/ Ηλεκτρική καταιγίδα


Electrical storm
1
And like everything it began with the sea,
That week I spent rinsing myself clean of it,
Upheld by its salts, a tracery of venous weeds
Round my white ankles. There was nothing
Of you in the routes of the sky, those parts
Of the horizon I endured. When I arose

It was from a bed: the weight of the sea fell away.
On that night a storm split the sky in two.
Its tearing entered my dream, entered a room
In which we kissed though I did not know you.
The voice of the storm became your voice,
Its lightning, your eyes’ most delicate veins.

2

At daybreak 1the azure was vacant.
Only a morning mist still clung to the pines
And it seemed a day of no consequence
After a dream-time’s sturm und drang.
But by the evening they’d strung the torches
Out again, and the wine in our glasses

Held the deep glow of their light
And it fell on our faces below the porch,
When we agreed that my country had become
A country of high walls, it fell on your
Prismatic face and it scattered over mine,
And the glass shivered in my hands and broke.
                                                                Caitriona O'Reilly

Ηλεκτρική καταιγίδα

1.
Και όπως όλα, κι αυτό άρχισε με τη θάλασσα,
Εκείνη την εβδομάδα την πέρασα ξεπλένοντας τον εαυτό μου από αυτή,
Στηριζόμενος από τα αλάτια, ίχνη φλεβικών αγριόχορτων
Γύρω από τους άσπρους αστραγάλους μου.  Δεν υπήρχε τίποτα
Από σένα στις διαδρομές του ουρανού, σ’εκείνα τα κομμάτια
Του ορίζοντα που υπέμενα. Όταν σηκώθηκα

Ήταν από ένα κρεβάτι: το βάρος της θάλασσας παραμερίστηκε.
Εκείνη τη νύχτα μια καταιγίδα έσκισε τον ουρανό στα δύο.
Το σκίσιμο εισέβαλε στο όνειρό μου, εισέβαλε σ’ένα δωμάτιο
Στο οποίο φιλιόμασταν αν κ δε σε ήξερα.
Η φωνή της καταιγίδας έγινε δική σου φωνή,
Οι αστραπές της των ματιών σου οι πιο υπέροχες φλέβες.

2.

Στο φώς της μέρας το γαλάζιο ήταν άδειο.
Μόνο μία πρωινή ομίχλη ακόμα κρέμονταν από τα πεύκα
Κι έμοιαζε μια μέρα χωρίς μεγάλη σημασία
Μετά του ονείρου το sturm und drang.
Αλλά ως το βράδυ είχαν καθαρίσει τους πυρσούς
Ξανά, και το κρασί στα ποτήρια μας

Είχε τη βαθειά λάμψη του φωτός τους
Κι έπεφτε στο πρόσωπό μας κατω από τη βεράντα,
Όταν συμφωνήσαμε πως η χώρα μου είχε γίνει
Μια χώρα ψηλών τοίχων, έπεσε πάνω
Στο πρισματικό πρόσωπό σου και κομματιάστηκε πάνω στο δικό μου,
Και το γυαλί του ποτηριού έτριξε στα χέρια μου κι έσπασε.

                                                                                  Kετριόνα Ο' Ρέηλι