Σκουλήκια είναι οι λέξεις μα η χαρά είναι φωνή/άλλος τραβάει για κάτω κι άλλος προς τα πάνω/τα στήθη θα παραμείνουν στήθη και οι μηροί μηροί/τα έργα δεν μπορούν να ονειρευτούν τι μπορούν τα όνειρα να κάνουν/- ο χρόνος είναι δέντρο ( ένα φύλλο αυτή η ζωή )/μα η αγάπη είναι ουρανός κι εγώ είμαι για σένα/για διάστημα μακρύ και ακριβώς τόσο πολύ.
E.E. Cummings, Καθώς η ελευθερία [Απόδοση Γ. Λειβαδάς]


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Digging/ Σκάβοντας (Υπόμνημα στον Seamus Heaney)



Τoday Seamus Heaney died. He is considered to be one of the most important poets of 20th century. He was born in Northern Ireland and later he moved to Dublin. In 1995 he won the Nobel prize. At the age of 70 he was so popular that the two thirds of the book sales in the entire UK was his books. The Ireland celebrated the event with a 12-hour broadcast of his work. His poetry turns around Ireland. He was very famous for his political poems especially for the Troubles but he also wrote for the nature and mythology of Ireland. When he was asked for the role of poetry in crisis times he replied '' it is precisely at such moments that people realize they need more to live than economics: If poetry and the arts do anything, they can fortify your inner life, your inwardness."



Digging


Between my finger and my thumb
The squat pen rests; snug as a gun.


Under my window, a clean rasping sound
When the spade sinks into gravelly ground:
My father, digging. I look down


Till his straining rump among the flowerbeds
Bends low, comes up twenty years away
Stooping in rhythm through potato drills
Where he was digging.


The coarse boot nestled on the lug, the shaft
Against the inside knee was levered firmly.
He rooted out tall tops, buried the bright edge deep
To scatter new potatoes that we picked,
Loving their cool hardness in our hands.


By God, the old man could handle a spade.
Just like his old man.


My grandfather cut more turf in a day
Than any other man on Toner’s bog.
Once I carried him milk in a bottle
Corked sloppily with paper. He straightened up
To drink it, then fell to right away
Nicking and slicing neatly, heaving sods
Over his shoulder, going down and down
For the good turf. Digging.


The cold smell of potato mould, the squelch and slap
Of soggy peat, the curt cuts of an edge
Through living roots awaken in my head.
But I’ve no spade to follow men like them.


Between my finger and my thumb
The squat pen rests.
I’ll dig with it.

Seamus Heaney (1939–2013) , Death of a Naturalist. 


Σήμερα πέθανε ο Σίμους Χίνεϋ. Υπήρξε ένας απο τους πιο σημαντικούς ποιητές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία και έζησε στο Δουβλίνο. Το 1995 κέρδισε το βραβείο Νόμπελ. Στα εβδομηκοστά γεννέθλιά του οι πωλήσαν των βιβλιών του έφταναν τα δύο τρίτα των γενικών πωλήσεων σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδική τηλεόραση το γιόρτασε με μια 12ωρη προβολή του έργου του. Η ποιήσή του περιστρέφεται γύρω απο την Ιρλανδία. Έγραψε πολιτικά ποιήματα κυρίως για τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου αλλα και για τη φύση και τη μυθολογία της Ιρλανδίας. Όταν ρωτήθηκε για την αξία της ποίησης στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, απάντησε "ακριβώς σε αυτά τα δύσκολα χρόνια ο άνθρωπος χρειάζεται περισσότερο να ζήσει παρα να κερδίσει και μόνο η ποίηση και η τέχνη πολλαπλασιάζουν τη ζωή μέσα μας''

            Σκάβοντας

Ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά μου
η χοντροκομμένη πένα στέκεται,
όμοια με όπλο.

Κάτω απο το παράθυρό μου ένας
καθαρός ήχος φτυαρίσματος
όταν η αξίνα βυθίζεται μες στο πετρώδες χώμα:
Ο πατέρας μου, σκάβει. Κοιτάω κάτω

Μέχρι οι τεντωμένοι γλουτοί του ανάμεσα στα παρτέρια
να κυρτώσουν προς τα κάτω, εμφανίζεται είκοσι χρόνια πριν
να σκύβει ρυθμικά στο αυλάκι με τις πατάτες
όπου και έσκαβε.

Η άκομψη μπότα φώλιαζε στο καφάσι, ο μοχλός
με το εσωτερικό του γόνατος κινούνταν σταθερά.
Ξεχορτάριαζε ψηλές κορυφές, έθαβε τη θεσπέσια άκρη βαθιά
για να φυτέψει νέες πατάτες που εμείς διαλέγαμε
λατρεύοντας τη δροσερή κρούστα τους στα χέρια μας.

Μα το θεό, ο γέρος μπορούσε να κουμαντάρει αξίνα.
Ακριβώς όπως και ο γέρος του.

Ο παππούς μου έκοβε περισσότερο άνθρακα τη μέρα
απ'οποιοδήποτε άλλο άντρα στο βάλτο του Τόνερ.
Μια φορά του έφερα γάλα σ'ένα μπουκάλι
τυλιγμένο πρόχειρα με χαρτί. Ίσιωσε
για να το πιεί, και κατευθείαν μετά έπεσε κάτω
για να χαράψει και να κόψει νοικοκυρεμένα, σηκώνοντας παλούκια
πάνω στους ώμους του πηγαίνοντας όλο και πιο κάτω
για τον καλό άνθρακα. Σκάβοντας

Η κρύα μυρωδιά της μουχλιασμένης πατάτας, ο παφλασμός και ο βρόντος
του μουσκεμένου άνθρακα, τα μικρά κοψίματα μιας άκρης
μέσα απο τις ζωντανές ρίζες ξύπνησαν στο κεφάλι μου.
Αλλά δεν έχω αξίνα για ν'ακολουθήσω άνδρες σαν αυτούς.

Ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά μου
η κοντόχοντρη πένα στέκεται.
Θα σκάψω μ'αυτήν.
                                                     Seamus Heaney (1939–2013), Death of a Naturalist. 
                                                          Μετάφραση Ιris Verina
                                         




Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

I m not a man/ Δεν είμαι άντρας


Today I continue my journey to Norse's poetry. I m dealing with his most famous poem, the poem which gave him a noble place between the gay poets.

I Am Not A Man

I am not a man. I can’t earn a living, buy new things for my family. I have acne and a small peter.

I am not a man. I don’t like football, boxing and cars. I like to express my feelings. I even like to put my arm around my friend’s shoulder.

I am not a man. I won’t play the role assigned to me – the role created by Madison Avenue, Playboy, Hollywood and Oliver Cromwell. Television does not dictate my behavior.

I am not a man. Once when I shot a squirrel I swore that I would never kill again. I gave up meat. The sight of blood makes me sick. I like flowers.

I am not a man. I went to prison for resisting the draft. I do not fight when real men beat me up and call me queer. I dislike violence

I am not a man. I have never raped a woman. I don’t hate blacks. I don’t get emotional when the flag is waved. I do not think I should love America or leave it. I think I should laugh at it.

I am not a man. I have never had the clap.

I am not a man. Playboy is not my favorite magazine.

I am not a man. I cry when I’m unhappy.

I am not a man. I do not feel superior to women.

I am not a man. I don’t wear a jockstrap.

I am not a man. I write poetry.

I am not a man. I meditate on Peace and Love.

I am not a man. I don’t want to destroy you.
                                                        Harold Norse

Σήμερα συνεχίζω το ταξίδι με στη ποίηση του Νόρς. Παραθέτω το πιό γνωστό του ποίημα και αυτό που τον έκανε ορόσημο της γκέι ποίησης.

Δεν είμαι άντρας

Δεν είμαι άνδρας. Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα ούτε ν'αγοράσω καινούργια πράγματα για την οικογένειά μου. Έχω ακμή και μικρό πουλί.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν μ'αρέσει το ποδόσφαιρο, η πάλη και τα αυτοκίνητα.
Μ' αρέσει να εκφράζω τα συναισθήματά μου. Μ' αρέσει ακόμα να περνάω το χέρι μου
γύρω απο τον ώμο ενός φίλου μου.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν θέλω να παίζω το ρόλο που μου όρισαν - το ρόλο που δημιούργησε
η Μάντισον Άβενιου, το Play Boy, το Χόλλυγουντ και ο Όλιβερ Κρόμγουελ,
η Τηλεόραση δεν ορίζει την συμπεριφορά μου.

Δεν είμαι άνδρας. Κάποτε όταν πυροβόλησα έναν σκίουρο, ορκίστηκα πως δεν θα σκότωνα ξανά . Έκοψα το κρέας. Η θέα του αίματος με αρρωσταίνει.
Μ' αρέσουν τα λουλούδια.

Δεν είμαι άνδρας. Μπήκα φυλακή επειδή αντιστάθηκα στην υποχρεωτική στράτευση.
Δεν παλεύω όταν οι αληθινοί άνδρες μoυ επιτίθονται και με κράζουν αδελφή.
Απεχθάνομαι τη βία.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν έχω βιάσει ποτέ γυναίκα. Δεν μισώ τους μαύρους.
Δεν συγκινούμαι όταν η σημαία κυματίζει. Δεν ξέρω αν θα 'πρέπε ν' αγαπώ
την Αμερική ή να την εγκαταλείψω. Νομίζω πως θα 'πρεπε να γελώ μαζί της.

Δεν είμαι άνδρας. Ποτέ δεν είχα γονόρροια.

Δεν είμαι άνδρας. Το Play Boy δεν είναι το αγαπημένο μου περιοδικό.

Δεν είμαι άνδρας. Κλαίω όταν είμαι λυπημένος.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν αισθάνομαι ανώτερος από τις γυναίκες.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν φοράω αθλητικά.

Δεν είμαι άνδρας. Γράφω ποίηση.

Δεν είμαι άνδρας. Διαλογίζομαι για την ειρήνη και την αγάπη.

Δεν είμαι άνδρας. Δεν θέλω να σε καταστρέψω.

                                                                     Harold Norse
                                                           Μετάφραση   Iris Verina

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

The Heavy Bear Who Goes With Me/O βαρύς αρκούδος που με συνοδεύει


Schwartz is another author who I am going to deal with a lot. He was born in Brooklyn in 1913. He was suffering from a severe mental illness and a constant sense of self disappointment. In his poetry we can detect apart from the two above characteristics the gap that existed between his generation and the generation of his parents.

The Heavy Bear Who Goes With Me

                              “the withness of the body”

The heavy bear who goes with me,
A manifold honey to smear his face,
Clumsy and lumbering here and there,
The central ton of every place,
The hungry beating brutish one
In love with candy, anger, and sleep,
Crazy factotum, dishevelling all,
Climbs the building, kicks the football,
Boxes his brother in the hate-ridden city.


Breathing at my side, that heavy animal,
That heavy bear who sleeps with me,
Howls in his sleep for a world of sugar,
A sweetness intimate as the water’s clasp,
Howls in his sleep because the tight-rope
Trembles and shows the darkness beneath.
—The strutting show-off is terrified,
Dressed in his dress-suit, bulging his pants,
Trembles to think that his quivering meat
Must finally wince to nothing at all.


That inescapable animal walks with me,
Has followed me since the black womb held,
Moves where I move, distorting my gesture,
A caricature, a swollen shadow,
A stupid clown of the spirit’s motive,
Perplexes and affronts with his own darkness,
The secret life of belly and bone,
Opaque, too near, my private, yet unknown,
Stretches to embrace the very dear
With whom I would walk without him near,
Touches her grossly, although a word
Would bare my heart and make me clear,
Stumbles, flounders, and strives to be fed
Dragging me with him in his mouthing care,
Amid the hundred million of his kind,
The scrimmage of appetite everywhere.
                                          Delmore Schwartz


Ο Σβάτζ είναι άλλος ένας συγγραφέας για τον οποίο θα αφιερώσω αρκετές ενότητες. Γεννήθηκε το 1913 στο Μπρούκλυν. Έπασχε απο σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και απο μια μόνιμη τάση να απογοητεύεται απο τον εαυτό του. Τα ποιήματά του εκτός απο τα δύο παραπάνω αντανακλούν και το χάσμα γενεών ανάμεσα στη δική του γενιά και τη γενιά των γονιών του.

O βαρύς αρκούδος που με συνοδεύει

O βαρύς αρκούδος που με συνοδεύει,
πολυειδές το μέλι το πρόσωπό του για να αλείψει,
εδώ κι εκεί χοντροκομμένος κι άτσαλος,
ο βασικός ο τόνος κάθε μέρους,
ο κτηνώδης που χτυπάει πεινασμένος
με τα γλυκά ερωτευμένος, με το θυμό και με τον ύπνο,
τρελός εργάτης, τα πάντα αναστατώνει,
στο κτίριο σκαρφαλώνει, την μπάλα κλωτσάει,
ρίχνει γροθιές στον αδερφό του μέσα στη γεμάτη μίσος πόλη.

Στο πλάι μου ανασαίνει, ετούτο το μεγάλο ζώο,
αυτός ο μέγας ο αρκούδος που μαζί μου κοιμάται,
ουρλιάζει στον ύπνο του ζητώντας ένα ζαχαρένιο κόσμο,
μια γλυκύτητα βαθιά σαν του νερού το πιάσιμο,
ουρλιάζει στον ύπνο του για το σφιχτό σκοινί
που τρέμει και φανερώνει απο κάτω το σκοτάδι.
-- Η βόλτα της επίδειξης τρομάζει,
ντυμένος το κοστούμι του, τα μπατζάκια του φουσκώνει,
τρέμει στην σκέψη πως τούτο το τρεμάμενο κορμί
στο απολύτως τίποτα εν τέλει θα μορφάσει.

Ετούτο το ζώο το αναπόφευκτο μαζί μου περπατάει,
μ'ακολουθεί απ'όταν με βαστούσε η μαύρη μήτρα,
πηγαίνει όπου πηγαίνω, παραποιώντας την χειρονομία μου,
καρικατούρα μου, πρησμένη σκιά μου,
γελοίος κλόουν με κίνητρο πνευματικό,
περιπλέκει και προσβάλλει με το δικό του το σκοτάδι,
τον μυστικό τον βίο των οστών και της κοιλιάς μου,
αδιαφανής, πολύ στενός, προσωπικός, μα πάλι άγνωστος,
απλώνει χέρια ν' αγκαλιάσει εκείνη που αγαπάω
με την οποία θα 'πρεπε δίχως αυτόν να περπατώ,
άγαρμπα την αγγίζει, παρότι με μια λέξη
η καρδιά μου θα ξαλάφρωνε και θα απαλλαγόμουν,
σκοντάφτει, παραπατάει, για να τραφεί αγωνίζεται
τραβώντας με μαζί του την όρεξή του να χορτάσει,
ανάμεσα σε εκατό εκατομμύρια του είδους του,
της όρεξης αυτής παντού το συνωστίζειν.
                                                                   Delmore Schwartz
                                                   Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

the Locket/ To Μενταγιόν - John Montague


John Montague was born in Brooklyn by Irish parents who had immigrated in the U.S.A. Due to financial problems, Montague was raised by two aunts back in Ireland. His writing has to do with personal loss, exile and travel. This poem is autobiographical and dedicated to his mother who gave him away to the aunts.

The Locket 

Sing a last song
for the lady who has gone,
fertile source of guilt and pain.
The worst birth in the annals of Brooklyn,
that was my cue to come on,
my first claim to fame.

Naturally, she longed for a girl,
and all my infant curls of brown
couldn’t excuse my double blunder
coming out the wrong sex,
and the wrong way around.
Not readily forgiven,

So you never nursed me
and when all my father’s songs
couldn’t sweeten the lack of money,
‘when poverty comes throught the door
love flies up your chimney’,
your favourite saying,

Then you gave me away,
might never have known me,
if I had not cycled down
to court you like a young man,
teasingly untying your apron,
drinking by the fire, yarning

Of your wild, young days
which didn’t last long, for you,
lovely Molly, the belle of your small town,
landed up mournful and chill
as the constant rain that lashes it
wound into your cocoon of pain.

Standing in that same hallway,
‘Don’t come again.’ you say, roughly,
‘I start to get fond of you, John,
and then you are up and gone’;
the harsh logic of a forlorn woman
resigned to being alone.

And still, mysterious blessing,
I never knew, until you were gone,
that, always around your neck
you wore an oval locket
with an old picture in it,
of a child in Brooklyn.
                                      John Montague

O Montague γεννήθηκε στο Μπρούκλυν απο Ιρλανδούς γονείς που είχαν μετακομίσει στις ΗΠΑ για οικονομικούς λόγους. Λόγω οικονομικών προβλημάτων οι γονείς του αδυνατούσαν να τον συντηρήσουν και έτσι τον έστειλαν πίσω στην Ιρλανδία όπου και μεγάλωσε με δύο θείες. Εξαιτίας όλων αυτών των περιστατικών η γραφή του έχει να κάνει με προσωπική απώλεια, εξορία και ταξίδια. Το ποίημα που ακολουθεί είναι απο τα πιο γνωστά του και είναι αυτοβιογραφικό και αφιερωμένο στη μητέρα του. 

Το μενταγιόν

Τραγούδα ενα τελευταίο τραγούδι
για την κυρία που έχει φύγει,
την γόνιμη πηγή ενοχής και πόνου.
Η χειρότερη γέννα στα χρονικά του Μπρούκλυν
το παρασύνθημα για να έρθω,
η πρώτη μου αξίωση στη δόξα.

Αναμενόμενη η λαχτάρα της για κορίτσι,
και όλες οι βρεφικές μου καφέ μπούκλες
δε μπορούσαν να συγχωρήσουν
το φρικτό μου λάθος
να βγώ το λάθος φύλο,
και απο τη λάθος μεριά.
Στ'αλήθεια ασυγχώρητο.

Έτσι ποτέ δε με φρόντισες
και όταν όλα τα τραγούδια του πατέρα μου
δε μπορούσαν να γλυκάνουν τα πενιχρά χρήματα,
''όταν η φτώχεια μπαίνει απο τη πόρτα
η αγάπη βγαίνει απο το παράθυρο'',
το αγαπημένο σου ρητό.

Τότε με παράτησες,
ίσως ποτέ να μη με γνώριζες,
αν δε σε πλησίαζα
να σε κορτάρω σα νεαρός,
ξελύνοντας πειρακτικά τη ποδιά σου,
πίνοντας δίπλα στη φωτιά, ξετυλίγοντας ιστορίες

των άγριων νεανικών σου ημερών
που δε κράτησαν πολύ, για σένα,
αγαπημένη Μόλυ, ομορφότερη γυναίκα του χωριού,
που προσγειώθηκες απότομα θλιβερή και μουδιασμένη
καθώς η θλιβερή βροχή που το μαστίγωνε
τυλίγονταν γύρω απο το κουκούλι του πόνου σου.

Στεκόμενη στον ίδιο διάδρομο,
''Μην έρθεις ξανά'' λές σκληρά,
''Αρχίζω να σε συνηθίζω, Τζόν,
και μετα θα γίνεις καπνός''.
Η σκληρή λογική μιας έρημης γυναίκας
αφήνονταν στο να ναι μόνη.

Και ακόμη, μυστική ευλογία,
ποτέ δεν έμαθα, μέχρι που έφυγες,
οτι, πάντα γύρω απο το λαιμό σου,
φορούσες ένα οβάλ μενταγιόν
με μια παλιά φωτογραφία μέσα του,
ενός μωρού στο Μπρούκλυν. 
                                           John Montague
                                                         Mετάφραση: Iris Verina

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Island of Giglio/Nήσος Τζίλιο


Απόψε θα συνεχίσω την αναφορά μου στον Harold Norse παραθέτοντας ένα απο τα πολύ αγαπημένα μου ποιήματα του. Δε γνωρίζω αν ανήκει στη συλλογή που έχει εκδόσει ο Λειβαδάς και επειδή δεν έχω πρόσβαση σε αυτήν, επιχειρώ δική μου μετάφραση.

Island of Giglio

we sailed into the harbor
all the church bells rang
the main street on the crescent shore
hung iridescent silks from windows
stucco housefronts gleamed
rose, pistachio, peach
and a procession sang
behind a surpliced priest
carrying a burnished Christ
when I set foot on shore
a youth emerged from the crowd
barefoot and olive-skinned
and we climbed up rocky slopes
till dusk fell and close to the moon
at the mouth of a cave we made love
as the sea broke wild beneath the cliff 
                                         Harold Norse

Nήσος Τζίλιο

Πλέαμε προς το λιμάνι
όλες οι καμπάνες χτυπούσαν
ο κεντρικός δρόμος στην φεγγαρόσχημη ακτή
κρεμούσε ιριδίζοντα μεταξωτά απο τα παράθυρα
ασβεστωμένες προσόψεις σπιτιών φωτοβολούσαν
τριαντάφυλλο, φυστίκι, ροδάκινο
και μια πομπή τραγουδούσε
πίσω απο ένα λευκοντυμένο παπά
που κουβαλούσε ένα φωτεινό Χριστό
όταν πάτησα το πόδι μου στην ακτή
ένας νέος αναδύθηκε απο το πλήθος
ξυπόλητος και στεφανωμένος μ'ελιά
και σκαρφαλώσαμε ψηλά σε απόκρυμνες πλαγιές
μέχρι που το σούρουπο έπεσε και πλάι στο φεγγάρι
στο στόμιο μιας σπηλιάς κάναμε έρωτα
καθώς η θάλασσα έσπαγε άγρια κάτω απο το γκρεμό. 
                                                              Harold Norse

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Μια Δευτέρα στο πλοίο

                  

                   

                  Μια Δευτέρα στο πλοίο

Σπασμένα πόδια πετούν τριγύρω
και μια κομμένη ανάσα.
Κι ένα εσύ.
Kι ένα εγώ.
Μια Σαντορίνη.

Η τηλεόραση παίζει δυνατα.
Το πλοίο ακόμα σκίζει τα κύματα.
Το πλοίο ακόμα δαμαζει τα κύματα.
Μα μόνο η ψυχή μπορεί
πραγματικά να τα δαμάσει.
Κι είναι τόσες ψυχές τριγύρω.
Ασφιχτικά τριγύρω.

Κι η μιά ανάσα έγινε δύο, δέκα, άπειρες.
Δε πρέπει να κόβονται οι ανάσες.
Πληθαίνουν οι ανάσες.
Πληθαίνουν;
Μ’ακούς; Πληθαίνουν!
Φώναξε δυνατά

Δε πρέπει να πληθαίνουν οι ανάσες.

                                                                             Iris Verina

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ποιητική επιστολή προς Μπλακ Μπερντ #1

                                                                         
                           
                                                       
                                                                                                       Σαντορίνη, 22/7/2013



Αγαπητέ Μπλακ Μπερντ,

Δε σου έχω αφηγηθεί τα νέα μου για κάμποσο.
Βρέθηκα σε μέρη που σε χρόνους παλιούς
ευτυχισμένα ήτανε.
Ξέρεις, σε κάτι τέτοια μέρη κάθε
τυχαίο φεγγάρι πανσέληνος γίνεται.

Αλήθεια πώς τα μέρη ευτυχισμένα 
να γίνουν ξανα όταν κι ο
ήχος του ονόματός τους 
καταστροφή στιγμών θυμίζει;

-- Κι είπα δε μπορεί. 
Θα αλλάξει ο καιρός απόφαση.
Όμως όλα ανακύκλωση.
Οι άνθρωποι χώρια γεννήθηκαν
και χώρια πρέπει να μείνουν. 
                                                     Σε φιλώ
                                                        Ίριδα

Απάντηση:  Μια εναλλακτική εκδοχή τέλους


Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Harold Norse Τώρα


Πρόσφατα ανακάλυψα τον ποιητή Harold Norse τον οποίο βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέροντα. O Γιάννης Λειβαδάς έχει ασχοληθεί με το έργο του και έχει εκδόσει πρόσφατα μια ανθολογία. Παραθέτω εδώ ένα απο τα αγαπημένα μου αποσπάσματα σαν μιά πρώτη γεύση πριν ασχοληθώ εκτενέστερα μαζι του.

                         Τώρα
[...]
ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
        ΟΥΤΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
ΑΣ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΤΕΛΩΝΙΑΚΟΙ
                      ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΔΗΛΩΣΩ

μονάχα το παρόν
         του ψύχους     κρίσεις      και πολέμους
πίνακες δρομολογίων σφυρίχτρες   φρένα   σινιάλα
πεινασμένος         κουρασμένος    άγρυπνος    και πίνω
πίνω στην υγειά σου στο σαν τη μουσική πέρασμά σου
             στον ρυθμό και στη ροή σου
λέξεις στάζω στο κεφάλι σου σε καπνίζω
               τρώω τα φυστίκια σου
διαβαζω τις νουβέλες σου και γράφω τα ποιήματά σου
στοχάζομαι τις βρόμικες κάλτσες σου
συζητώ μ'εναν ζητιάνο για τους μενεξέδες σου
ατενιζω χαμένος τα μάνταλά σου
             απ'την Ινδία ως την Κίνα

και το τρένο σαν σκέψη ξεπερνά τη νύχτα
[...]
                               Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς