Σκουλήκια είναι οι λέξεις μα η χαρά είναι φωνή/άλλος τραβάει για κάτω κι άλλος προς τα πάνω/τα στήθη θα παραμείνουν στήθη και οι μηροί μηροί/τα έργα δεν μπορούν να ονειρευτούν τι μπορούν τα όνειρα να κάνουν/- ο χρόνος είναι δέντρο ( ένα φύλλο αυτή η ζωή )/μα η αγάπη είναι ουρανός κι εγώ είμαι για σένα/για διάστημα μακρύ και ακριβώς τόσο πολύ.
E.E. Cummings, Καθώς η ελευθερία [Απόδοση Γ. Λειβαδάς]


Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Ποιητική Επιστολή Προς Έρα 3

                                                                                                               




                                                                                                 Ηοxton       4/11/12
Αγαπημένη μου Έρα,
Σου γράφω από το αγαπημένο μου καφέ δίπλα στο σπίτι.
Το σπίτι. Τι περίεργη λέξη. Τώρα πιά το σπίτι μου είναι δω. Χιλιόμετρα μακριά σου.
Ξέρεις η ζωή εδώ είναι πολύ διαφορετική.
Δουλεύουμε για να έρθει το βράδυ και το βράδυ κοιμόμαστε για να δουλεύουμε.
Κι έχουμε κάτι μεγάλα διαλείμματα το μεσημέρι για φαγητό.
Κι εκεί κατάντησε η ζωή μας να βλεπουμε παλιούς φίλους πεταχτά στα lunch breaks και να μετράμε πάνω στα χείλη τους με αλκοόλ  μια μια τις στιγμές που ο μεγάλος μας Έρωτας έφυγε ή δεν ήρθε ακόμα.
Σε ασπάζομαι
Ίριδα

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

The Definition of Things/ Ο Ορισμός των πραγμάτων


The Definition of Things

I have been worrying recently
about the definition of things.

Love, for example, and its absence
and it seems to me that the three phones

I have taken to keeping by my bed at night
are an indication of that,

that there really is no clear way
to be with or without what you love.

They are lined up
like the three of you, mouthpiece to cradle

poised for emergency, or take-off.
And why not,

even on silent mode I can hear their breathing.
I would have been the one to rise to a cough or a snuffle

even when the cots had been moved into quiet rooms of their own.
But there are few rewards to be got

from either too much or too little needing
and these days, with days and hours of distance between us,

I rarely sleep for longer than a few minutes at a time.
I guess what I am trying to say

is that even without lines
or definition, I would not miss your call.
                                                                cheryl moskowitz

Ο Ορισμός των πραγμάτων

Ήμουν ανήσυχη τελευταία
να βρω τον ορισμό των πραγμάτων.

Της αγάπης για παράδειγμα και της απουσίας της
και μου φαίνεται ότι τα τρία τηλέφωνα

που πήρα και κρατώ δίπλα στο κρεβάτι μου τα βράδια
είναι καθαρή ένδειξη αυτού,

ότι δηλαδή δεν υπάρχει πραγματικός τρόπος
να είσαι μαζί ή χωρίς εκείνο που αγαπάς.

Στοιχίζονται
σαν τρία κομμάτια σου, από το ακουστικό ως τη βάση.

σε θέση επιφυλακής ή απογείωσης
και γιατί όχι

ακόμη και στο αθόρυβο μπορώ ν'ακούσω την ανάσα τους.
Εγώ θα ήμουν αυτή που θα σηκωνόταν σε ένα βήχα ή φύσημα της μύτης.

ακόμη κι αν είχαν μετακινηθεί σε ήσυχα δικά τους δωμάτια.
Αλλά υπάρχουν μερικά πλεονεκτήματα

από την είτε τόσο μεγάλη ή τόσο μικρή ανάγκη
και αυτές τις μέρες, με μέρες και ώρες απόστασης μεταξύ μας,

σπάνια κοιμάμαι περισσότερο από μερικά λεπτά τη φορά.
Φαντάζομαι αυτό που προσπαθώ να πω

είναι ότι ακόμα και χωρίς γραμμές
ή ορισμούς δε θα έχανα κλήση σου.

                                         cheryl moskowitz



Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Come, and Be My Baby by Maya Angelou


Come, and Be My Baby


The highway is full of big cars
going nowhere fast
And folks is smoking anything that'll burn
Some people wrap their lies around a cocktail glass
And you sit wondering
where you're going to turn
I got it.
Come. And be my baby.

Some prophets say the world is gonna end tomorrow
But others say we've got a week or two
The paper is full of every kind of blooming horror
And you sit wondering
What you're gonna do.
I got it.
Come. And be my baby.

                                                             by Maya Angelou

Έλα και γίνε το μωρό μου

Ο αυτοκινητόδρομος είναι γεμάτος μεγάλα αυτοκίνητα
που γρήγορα πηγαίνουν στο πουθενά
και παλιόφιλοι καπνίζουν οτιδήποτε εγώ θα κάψω
κάποιοι άνθρωποι τυλίγουν τα ψέμματά τους γύρω απο ένα ποτήρι κοκτέιλ
και εσύ κάθεσαι κι αναρωτιέσαι
που θα στρίψεις
Το βρήκα.
Έλα. Και γίνε το μωρό μου.

Κάποιοι προφήτες λένε ότι κόσμος θα τελειώσει αύριο
αλλά άλλοι λένε πως έχουμε ακόμα μια βδομάδα ή δύο
το χαρτί είναι γεμάτο από κάθε είδος ενοχλητικό τρόμο
και συ κάθεσαι κι αναρωτιέσαι
τι θα κάνεις.
Το βρήκα.
Έλα. Και γίνε το μωρό μου.
                                                         Μάγια Αγγέλου

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

FOUR QUARTETS/ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ

[...]Where is the end of them, the fishermen sailing
into the wind's tail, where the fog cowers?
We cannot think of a time that is oceanless
or of an ocean not littered with wastage
or of a future that is not liable
like the past, to have no destination.
[...]
                                                                               T.S.ELIOT
[...]Που νάχουν τέλος οι ψαράδες που αρμενίζουν
στου ανέμου την ουρά, όπου κουρνιάζει η ομίχλη;
Χρόνο δε μπορούμε να σκαφτούμε δίχως νάχει ωκεανό
ή ωκεανό αμόλυντο απο απώλειες
ή κάποιο μέλλον που να μην έχει ευθύνη
σαν και το παρελθόν, στην απουσία προορισμού.
[...]
                                                                     T.Σ.ΕΛΙΟΤ

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

FOR ONE NIGHT ONLY/Για μια νύχτα μόνο


FOR ONE NIGHT ONLY

When they parted they shook hands –
More final than a kiss –
In the early hours of morning
In the middle of the street.

They’d met by chance, both of them blurred by drink,
The music loud and lecherous,
The night-time heavy with the promise of debauch,
Delightful, dangerous, disreputable, delicious.

He caught her eye. There was nothing to be said.
So nothing was said. They danced, then
Hand in hand they slipped out to the beach.
The night was long. They didn’t feel the cold.
The sea was blind and unconcerned,
No one came to interrupt the peace.

They lay on their clothes, sand in their hair,
Sand on their thighs and feet.
The stars ignored them. They in turn
Ignored the sea and stars. Time slowed
The tide turned. They stifled their cries,
Crammed into seven hours enough for seven years.

He was leaving. She, too, was on her way.
They parted very early in the morning, shaking hands –
More final than a kiss – in the early hours of morning
In the middle of the street.

Louis de Bernières

Για μια νύχτα μόνο

Όταν αποχωρίστηκαν έδωσαν τα χέρια--
πιο τελεσίδικο απ' ένα φιλί--
τις πρώτες πρωινές ώρες
στη μέση του δρόμου.

Γνωρίστηκαν τυχαία, και οι δύο θολωμένοι από ποτό
η μουσική εκκωφαντική και λάγνα
η βραδιά βαριά με την υπόσχεση της ακολασίας
ξέφρενη, επικίνδυνη, ανυπόληπτη, πιπεράτη.

Της τράβηξε τη προσοχή. Δεν είχαν τίποτα να πουν.
Έτσι δεν είπαν τίποτα. Χόρεψαν κι έπειτα
χέρι-χέρι ξεγλίστρησαν στη παραλία.
Η νύχτα ήταν μακρά. Δεν ένιωθαν το κρύο.
Η θάλασσα ήταν τυφλή κι αδιάφορη.
Κανείς δεν ήρθε να ταράξει την ηρεμία.

Ξάπλωσαν στα ρούχα τους, άμμος στα μαλλιά τους,
Άμμος στους μηρούς και τα πόδια.
Τα αστέρια τους αγνοούσαν. Κι εκείνοι με τη σειρά τους
αγνοούσαν τη θάλασσα και τ' αστέρια. Ο χρόνος βράδυνε.
Η παλίρροια άλλαξε πορεία. Έπνιξαν τα κλάμματά τους
στριμώχνοντας επτά χρόνια σε επτά ώρες.

Εκείνος έφευγε. Εκείνη επίσης ήταν στο δρόμο.
Αποχωρίστηκαν πολύ νωρίς το πρωί δίνοντας τα χέρια--
πιο τελεσίδικο απ' ένα φιλί--τις πρώτες πρωινές ώρες
στη μέση του δρόμου.

Louis de Bernières

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Η Συναυλία των Γυακίνθων ΙΧ

"Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από εκείνο που βρήκα και μιμήθηκα σε Σένα"
                                                                                                Οδ.Ελύτης

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Sorting Through / Ξεδιαλύνοντας


Sorting Through

The moment she died, my mother's dance dresses
turned from the colours they really were
to the colours I imagine them to be.
I can feel the weight of bumptoed silver shoes
swinging from their anklestraps as she swaggers
up the path towards her dad, light-headed
from airman's kisses. Here, at what I'll have to learn
To call my father's house, yes every
ragbag scrap of duster prints her even more vivid
than an Ilford snapshot on some seafront
in a white cardigan and that exact frock.
Old lipsticks. Liquid stockings.
Labels like Harella, Gor-ray, Berketex.
As I manhandle whole outfits into binbags for Oxfam
every mote in my eye is a utility mark
and this is useful:
the sadness of dispossessed dresses,
the decency of good coats roundshouldered
in the darkness of wardrobes,
the gravitas of labels,
the invisible danders of skin fizzing off from them
like all that life that will not neatly end.

                                          Liz Lochhead
Ξεδιαλύνοντας

Από την ώρα που πέθανε, τα φορέματα χορού της μητέρας μου
άλλαξαν απ' τα χρώματα που ήταν
στα χρώματα που εγώ φανταζόμουν να είναι.
Μπορώ να νιώσω το βάρος των σφιχτών ασημένιων παπουτσιών
να κρέμεται απ' τα κορδόνια καθώς εκείνη κορδώνεται
στο μονοπάτι προς τον πατέρα της, ελαφρόμυαλη
απ' τα φιλιά του αεροπόρου. Εδώ, σ'αυτό που πρέπει να μάθω
ν'αποκαλώ σπίτι του πατέρα μου, ναι κάθε ξεσκονόπανο την αποτυπώνει
ακόμα πιο έντονα από μια φωτογραφία της στιγμής στο Ίλφορντ μπροστά απο κάποια ακροθαλασσιά
με μια άσπρη πλεκτή ζακέτα και εκείνο ακριβώς το φόρεμα.
Παλιά κραγιόν. Υγρά καλσόν.
Μάρκες όπως Harella, Go-ray, Berketex.
Και όπως κακομεταχειρίζομαι τόσα ρούχα κάνοντάς τα σκουπίδια για το Οxfam,
κάθε μόριο του ματιού είναι ένα ωφέλιμο σημάδι
και αυτό είναι χρήσιμο:
η λύπη πεταμένων φορεμάτων
η κοσμιότητα καλών παλτών με βάτες
στο σκοτάδι της ντουλάπας,
η βαρύτητα των γιακάδων,
η αόρατη οργή της σάρκας που ξεθυμαίνει απ'αυτά
όπως όλη εκείνη η ζωή που δε θα τελειώσει απλά.

                                                           Λιζ Λόχεντ




Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

The Aunts / Oι θείες


The Aunts

I like it when they get together
and talk in voices that sound
like apple trees and grape vines,

and some of them wear hats
and go to Arizona in the winter,
and they all like to play cards.

They will always be the ones
who say 'It is time to go now,'
even as we linger at the door,

or stand by the waiting cars, they
remember someone—an uncle we
never knew—and sigh, all

of them together, like wind
in the oak trees behind the farm
where they grew up—a place

I remember—especially
the hen house and the soft
clucking that filled the sunlit yard.
Joyce Sutphen

from First Words  (Red Dragonfly, 2010)

Οι θείες

Μου αρέσει όταν μαζεύονται
και μιλάνε με φωνές που ακούγονται
σα μηλιές και κλήματα.

και μερικές απ' αυτές φοράνε καπέλα
και πάνε στην Αριζόνα το χειμώνα
και τους αρέσει να παίζουν χαρτιά.

Θα είναι πάντα εκείνες
που θα λένε 'Είναι ώρα να φύγουμε τώρα',
ακόμα κι αν εμείς χρονοτριβούμε στη πόρτα

ή στεκόμαστε στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, εκείνες
θα θυμηθούν --ένα θείο
που ποτέ δε ξέραμε-- και θα αρχίσουν να γνέφουν

όλες τους μαζί, σαν άνεμος
στις βελανιδιές πίσω απ' τη φάρμα
όπου μεγάλωσαν-- ένα μέρος που ακόμη

θυμάμαι-- ειδικά
το κοτέτσι και το απαλό
κακάρισμα που γέμιζε την ηλιόλουστη αυλή.
                                                                  Joyce Sutphen

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Parent's Pantoum / Το παντούμ των γονέων


Parent's Pantoum

  for Maxine Kumin

Where did these enormous children come from,
More ladylike than we have ever been?
Some of ours look older than we feel.
How did they appear in their long dresses

More ladylike than we have ever been?
But they moan about their aging more than we do,
In their fragile heels and long black dresses.
They say they admire our youthful spontaneity.

They moan about their aging more than we do,
A somber group--why don't they brighten up?
Though they say they admire our youthful spontaneity
They beg us to be dignified like them

As they ignore our pleas to brighten up.
Someday perhaps we'll capture their attention
Then we won't try to be dignified like them
Nor they to be so gently patronizing.

Someday perhaps we'll capture their attention.
Don't they know that we're supposed to be the stars?
Instead they are so gently patronizing.
It makes us feel like children--second-childish?

Perhaps we're too accustomed to be stars.
The famous flowers glowing in the garden,
So now we pout like children. Second-childish?
Quaint fragments of forgotten history?

Our daughters stroll together in the garden,
Chatting of news we've chosen to ignore,
Pausing to toss us morsels of their history,
Not questions to which only we know answers.

Eyes closed to news we've chosen to ignore,
We'd rather excavate old memories,
Disdaining age, ignoring pain, avoiding mirrors.
Why do they never listen to our stories?

Because they hate to excavate old memories
They don't believe our stories have an end.
They don't ask questions because they dread the answers.
They don't see that we've become their mirrors,

We offspring of our enormous children.

                                           Carolyn Kizer

Το παντούμ των γονέων

Από που ήρθαν αυτά τα θεόρατα παιδιά,
τα πιο θηλυπρεπή απ'όσο ήμασταν ποτέ;
Κάποιοι από μας φαινόμαστε πιο γερασμένοι απ'ότι νιώθουμε.
Πώς εμφανίστηκαν με τα μακριά φορέματά τους

πιο θηλυπρεπή απ'όσο ήμασταν ποτέ;
Αλλά αυτά ουρλιάζουν για τα γηρατειά πιο πολύ απ'ότι εμείς,
πάνω στα εύθραυστα τακούνια και τα μακριά μαύρα φορέματα.
Λένε θαυμάζουν την εφηβική παρόρμησή μας.

Αυτά ουρλιάζουν για τα γηρατειά πιο πολύ  απ'ότι εμείς,,
μιά σκοτεινή ομάδα- γιατί δεν φωτίζονται;
Αν και λένε ότι θαυμάζουν την εφηβική παρόρμησή μας,
μας ικετεύουν να είμαστε αξιοπρεπείς σαν αυτά

ενώ αγνοούν τις ικεσίες μας να φωτιστούν.
Κάποια μέρα ίσως τραβήξουμε τη προσοχή τους
και τότε δε θα προσπαθούμε να είμαστε αξιοπρεπείς σαν αυτά
ούτε εκείνα να βρίσκουν στήριξη.

Κάποια μέρα ίσως τραβήξουμε τη προσοχή τους
δεν ξέρουν ότι θα πρεπε να 'μαστε τα άστρα;
Αντι γι'αυτό υποστηρίζονται υπερβολικά καλά.
Μας κάνει να νιώθουμε σαν παιδιά- παλιπαιδισμός;

Ισως είμαστε υπερβολικά συνηθισμένοι να 'μαστε άστρα,
τα πασίγνωστα λουλούδια που λάμπουν στο κήπο,
έτσι τώρα στραβομουτσουνιάζουμε σα παιδιά. Παλιπαιδισμός;
Αλλόκοτα θρύψαλα ξεχασμένης ιστορίας;

Οι κόρες μας κάνουν περίπατο μαζί στο κήπο,
κουβεντιάζοντας τα νέα που εμείς επιλέξαμε να αγνοήσουμε,
σταματώντας για να μας πετάξουν άτσαλα κομματάκια από τη δική τους ιστορία,
χωρίς ερωτήσεις που μόνο εμείς ξέρουμε την απάντηση.

Τα μάτια κλειστά σε νέα που εμείς επιλέξαμε να αγνοούμε,
θα προτιμούσαμε να ανασκάπτουμε παλιές μνήμες,
περιφρονώντας την ηλικία, αγνοώντας τον πόνο, αποφεύγοντας τους καθρέπτες.
Γιατί ποτέ δεν ακούν τις δικές μας ιστορίες;

Επειδή μισούν να ανασκάπτουμε παλιές μνήμες,
δεν πιστεύουν ότι οι ιστορίες μας έχουν τέλος.
Δεν ρωτούν ερωτήσεις επειδή τρέμουν την απάντηση.
Δεν βλέπουν ότι έχουμε γίνει οι καθρέπτες τους,

εμείς τα βλαστάρια των θεόρατων παιδιών μας.
                                                                  Καρολάιν Κάιζα

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Electrical storm/ Ηλεκτρική καταιγίδα


Electrical storm
1
And like everything it began with the sea,
That week I spent rinsing myself clean of it,
Upheld by its salts, a tracery of venous weeds
Round my white ankles. There was nothing
Of you in the routes of the sky, those parts
Of the horizon I endured. When I arose

It was from a bed: the weight of the sea fell away.
On that night a storm split the sky in two.
Its tearing entered my dream, entered a room
In which we kissed though I did not know you.
The voice of the storm became your voice,
Its lightning, your eyes’ most delicate veins.

2

At daybreak 1the azure was vacant.
Only a morning mist still clung to the pines
And it seemed a day of no consequence
After a dream-time’s sturm und drang.
But by the evening they’d strung the torches
Out again, and the wine in our glasses

Held the deep glow of their light
And it fell on our faces below the porch,
When we agreed that my country had become
A country of high walls, it fell on your
Prismatic face and it scattered over mine,
And the glass shivered in my hands and broke.
                                                                Caitriona O'Reilly

Ηλεκτρική καταιγίδα

1.
Και όπως όλα, κι αυτό άρχισε με τη θάλασσα,
Εκείνη την εβδομάδα την πέρασα ξεπλένοντας τον εαυτό μου από αυτή,
Στηριζόμενος από τα αλάτια, ίχνη φλεβικών αγριόχορτων
Γύρω από τους άσπρους αστραγάλους μου.  Δεν υπήρχε τίποτα
Από σένα στις διαδρομές του ουρανού, σ’εκείνα τα κομμάτια
Του ορίζοντα που υπέμενα. Όταν σηκώθηκα

Ήταν από ένα κρεβάτι: το βάρος της θάλασσας παραμερίστηκε.
Εκείνη τη νύχτα μια καταιγίδα έσκισε τον ουρανό στα δύο.
Το σκίσιμο εισέβαλε στο όνειρό μου, εισέβαλε σ’ένα δωμάτιο
Στο οποίο φιλιόμασταν αν κ δε σε ήξερα.
Η φωνή της καταιγίδας έγινε δική σου φωνή,
Οι αστραπές της των ματιών σου οι πιο υπέροχες φλέβες.

2.

Στο φώς της μέρας το γαλάζιο ήταν άδειο.
Μόνο μία πρωινή ομίχλη ακόμα κρέμονταν από τα πεύκα
Κι έμοιαζε μια μέρα χωρίς μεγάλη σημασία
Μετά του ονείρου το sturm und drang.
Αλλά ως το βράδυ είχαν καθαρίσει τους πυρσούς
Ξανά, και το κρασί στα ποτήρια μας

Είχε τη βαθειά λάμψη του φωτός τους
Κι έπεφτε στο πρόσωπό μας κατω από τη βεράντα,
Όταν συμφωνήσαμε πως η χώρα μου είχε γίνει
Μια χώρα ψηλών τοίχων, έπεσε πάνω
Στο πρισματικό πρόσωπό σου και κομματιάστηκε πάνω στο δικό μου,
Και το γυαλί του ποτηριού έτριξε στα χέρια μου κι έσπασε.

                                                                                  Kετριόνα Ο' Ρέηλι