Σκουλήκια είναι οι λέξεις μα η χαρά είναι φωνή/άλλος τραβάει για κάτω κι άλλος προς τα πάνω/τα στήθη θα παραμείνουν στήθη και οι μηροί μηροί/τα έργα δεν μπορούν να ονειρευτούν τι μπορούν τα όνειρα να κάνουν/- ο χρόνος είναι δέντρο ( ένα φύλλο αυτή η ζωή )/μα η αγάπη είναι ουρανός κι εγώ είμαι για σένα/για διάστημα μακρύ και ακριβώς τόσο πολύ.
E.E. Cummings, Καθώς η ελευθερία [Απόδοση Γ. Λειβαδάς]


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Peelings/Ξυεφλουδίσματα/Alison Brackenbury


Peelings

What am I good at?  Useless things.

Listening to strangers on slow Scottish trains.

Did you know they had square sausages?

Standing on one leg-  Not Yoga; muddy years of Wellingtons.

And peeling parsnips.  Cooking grand Christmas dinner,

amongst dried cranberries, asparagus,

my daughter passed the knife, then was surprised

my awkward hands whipped smoothly down each root,

flicked pale gold slivers, thin, to save the flesh

which frost and soil had left as sweet as nuts,

which you may understand.  And I remember

in tea’s cold desert, though the saucepans steamed,

caught in a creaking visit once, I said,

(mouth full) ‘These are good parsnips!  Did you grow them?’

‘Yes’, said my father, shrunk to eighty years,

nodded with dignity, like his tall father.

We were not good with words.  Each time my hand

slips down, as sharp as winter, and casts off

a pale coat, I am grateful, still, to parsnips.

Alison Brackenbury

(Published in The North, and in the anthology Heart Shoots, published by Indigo Dreams.)

Ξεφλουδίσματα

Σε τι είμαι καλή; Σε ασήμαντα πράγματα.
Στο ν'ακούω τους περαστικούς στα αργά Σκωτσέζικα τρένα.
Το ξέρατε ότι έχουν τετράγωνα λουκάνικα;
Στο να στέκομαι στο ένα πόδι- όχι για γιόγκα, λασπωμένα τα χρόνια των Wellingtons.
Και στο να καθαρίζοντας ραπανάκια. Μαγειρεύοντας μεγάλο χριστουγεννιάτικο δείπνο,
ανάμεσα σε ξεραμένα κράνα και σπαράγγια,
η κόρη μου μου έδωσε το μαχαίρι κι έπειτα έμεινε έκπληκτη
με το πώς τα αδέξια χέρια μου ξεφλουδίζουν απαλά κάθε ρίζα ως κάτω,
χτυπώντας ελαφρά χλωμά χρυσές φλοίδες, λεπτές, για να σώσω τη σάρκα
που το κρύο και το χώμα άφησαν τόσο γλυκιά σα ξηρό καρπό,
πράγμα το οποίο καταλαβαίνεις. Και θυμάμαι
σ'ένα κρύο γλυκό κατα τη διάρκει του τσαγιού ενω η κατσαρόλα άχνιζε
φυλακισμένη σε μιά ανατριχιαστική επίσκεψη μιά φορά είπα
(με το στόμα γεμάτο) ''Αυτά είναι καλά ραπανάκια! Εσύ τα φύτεψες;"
''Ναι'' είπε ο πατέρας μου ζαρωμένος σε 80 χρόνια
νεύοντας με αξιοπρέπεια, όπως ο ψηλός του πατέρας.
Δεν είμαστε καλοί με λέξεις. Κάθε φορά που το χέρι μου
γλιστράει κάτω, τόσο κοφτερό σα χειμώνας, και πετά
ένα χλωμό περίβλημα, είμαι ευγνώμων ,ακόμα, στα ραπανάκια.

Αλισον Μπλακενμπέρι
Μετάφραση Iris Verina



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου