John Montague was born in Brooklyn by Irish parents who had immigrated in the U.S.A. Due to financial problems, Montague was raised by two aunts back in Ireland. His writing has to do with personal loss, exile and travel. This poem is autobiographical and dedicated to his mother who gave him away to the aunts.
The Locket
Sing a last song
for the lady who has gone,
fertile source of guilt and pain.
The worst birth in the annals of Brooklyn,
that was my cue to come on,
my first claim to fame.
Naturally, she longed for a girl,
and all my infant curls of brown
couldn’t excuse my double blunder
coming out the wrong sex,
and the wrong way around.
Not readily forgiven,
So you never nursed me
and when all my father’s songs
couldn’t sweeten the lack of money,
‘when poverty comes throught the door
love flies up your chimney’,
your favourite saying,
Then you gave me away,
might never have known me,
if I had not cycled down
to court you like a young man,
teasingly untying your apron,
drinking by the fire, yarning
Of your wild, young days
which didn’t last long, for you,
lovely Molly, the belle of your small town,
landed up mournful and chill
as the constant rain that lashes it
wound into your cocoon of pain.
Standing in that same hallway,
‘Don’t come again.’ you say, roughly,
‘I start to get fond of you, John,
and then you are up and gone’;
the harsh logic of a forlorn woman
resigned to being alone.
And still, mysterious blessing,
I never knew, until you were gone,
that, always around your neck
you wore an oval locket
with an old picture in it,
of a child in Brooklyn.
John Montague
O Montague γεννήθηκε στο Μπρούκλυν απο Ιρλανδούς γονείς που είχαν μετακομίσει στις ΗΠΑ για οικονομικούς λόγους. Λόγω οικονομικών προβλημάτων οι γονείς του αδυνατούσαν να τον συντηρήσουν και έτσι τον έστειλαν πίσω στην Ιρλανδία όπου και μεγάλωσε με δύο θείες. Εξαιτίας όλων αυτών των περιστατικών η γραφή του έχει να κάνει με προσωπική απώλεια, εξορία και ταξίδια. Το ποίημα που ακολουθεί είναι απο τα πιο γνωστά του και είναι αυτοβιογραφικό και αφιερωμένο στη μητέρα του.
Το μενταγιόν
Τραγούδα ενα τελευταίο τραγούδι
για την κυρία που έχει φύγει,
την γόνιμη πηγή ενοχής και πόνου.
Η χειρότερη γέννα στα χρονικά του Μπρούκλυν
το παρασύνθημα για να έρθω,
η πρώτη μου αξίωση στη δόξα.
Αναμενόμενη η λαχτάρα της για κορίτσι,
και όλες οι βρεφικές μου καφέ μπούκλες
δε μπορούσαν να συγχωρήσουν
το φρικτό μου λάθος
να βγώ το λάθος φύλο,
και απο τη λάθος μεριά.
Στ'αλήθεια ασυγχώρητο.
Έτσι ποτέ δε με φρόντισες
και όταν όλα τα τραγούδια του πατέρα μου
δε μπορούσαν να γλυκάνουν τα πενιχρά χρήματα,
''όταν η φτώχεια μπαίνει απο τη πόρτα
η αγάπη βγαίνει απο το παράθυρο'',
το αγαπημένο σου ρητό.
Τότε με παράτησες,
ίσως ποτέ να μη με γνώριζες,
αν δε σε πλησίαζα
να σε κορτάρω σα νεαρός,
ξελύνοντας πειρακτικά τη ποδιά σου,
πίνοντας δίπλα στη φωτιά, ξετυλίγοντας ιστορίες
των άγριων νεανικών σου ημερών
που δε κράτησαν πολύ, για σένα,
αγαπημένη Μόλυ, ομορφότερη γυναίκα του χωριού,
που προσγειώθηκες απότομα θλιβερή και μουδιασμένη
καθώς η θλιβερή βροχή που το μαστίγωνε
τυλίγονταν γύρω απο το κουκούλι του πόνου σου.
Στεκόμενη στον ίδιο διάδρομο,
''Μην έρθεις ξανά'' λές σκληρά,
''Αρχίζω να σε συνηθίζω, Τζόν,
και μετα θα γίνεις καπνός''.
Η σκληρή λογική μιας έρημης γυναίκας
αφήνονταν στο να ναι μόνη.
Και ακόμη, μυστική ευλογία,
ποτέ δεν έμαθα, μέχρι που έφυγες,
οτι, πάντα γύρω απο το λαιμό σου,
φορούσες ένα οβάλ μενταγιόν
με μια παλιά φωτογραφία μέσα του,
ενός μωρού στο Μπρούκλυν.
John Montague
Mετάφραση: Iris Verina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου