Σκουλήκια είναι οι λέξεις μα η χαρά είναι φωνή/άλλος τραβάει για κάτω κι άλλος προς τα πάνω/τα στήθη θα παραμείνουν στήθη και οι μηροί μηροί/τα έργα δεν μπορούν να ονειρευτούν τι μπορούν τα όνειρα να κάνουν/- ο χρόνος είναι δέντρο ( ένα φύλλο αυτή η ζωή )/μα η αγάπη είναι ουρανός κι εγώ είμαι για σένα/για διάστημα μακρύ και ακριβώς τόσο πολύ.
E.E. Cummings, Καθώς η ελευθερία [Απόδοση Γ. Λειβαδάς]


Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

The Heavy Bear Who Goes With Me/O βαρύς αρκούδος που με συνοδεύει


Schwartz is another author who I am going to deal with a lot. He was born in Brooklyn in 1913. He was suffering from a severe mental illness and a constant sense of self disappointment. In his poetry we can detect apart from the two above characteristics the gap that existed between his generation and the generation of his parents.

The Heavy Bear Who Goes With Me

                              “the withness of the body”

The heavy bear who goes with me,
A manifold honey to smear his face,
Clumsy and lumbering here and there,
The central ton of every place,
The hungry beating brutish one
In love with candy, anger, and sleep,
Crazy factotum, dishevelling all,
Climbs the building, kicks the football,
Boxes his brother in the hate-ridden city.


Breathing at my side, that heavy animal,
That heavy bear who sleeps with me,
Howls in his sleep for a world of sugar,
A sweetness intimate as the water’s clasp,
Howls in his sleep because the tight-rope
Trembles and shows the darkness beneath.
—The strutting show-off is terrified,
Dressed in his dress-suit, bulging his pants,
Trembles to think that his quivering meat
Must finally wince to nothing at all.


That inescapable animal walks with me,
Has followed me since the black womb held,
Moves where I move, distorting my gesture,
A caricature, a swollen shadow,
A stupid clown of the spirit’s motive,
Perplexes and affronts with his own darkness,
The secret life of belly and bone,
Opaque, too near, my private, yet unknown,
Stretches to embrace the very dear
With whom I would walk without him near,
Touches her grossly, although a word
Would bare my heart and make me clear,
Stumbles, flounders, and strives to be fed
Dragging me with him in his mouthing care,
Amid the hundred million of his kind,
The scrimmage of appetite everywhere.
                                          Delmore Schwartz


Ο Σβάτζ είναι άλλος ένας συγγραφέας για τον οποίο θα αφιερώσω αρκετές ενότητες. Γεννήθηκε το 1913 στο Μπρούκλυν. Έπασχε απο σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και απο μια μόνιμη τάση να απογοητεύεται απο τον εαυτό του. Τα ποιήματά του εκτός απο τα δύο παραπάνω αντανακλούν και το χάσμα γενεών ανάμεσα στη δική του γενιά και τη γενιά των γονιών του.

O βαρύς αρκούδος που με συνοδεύει

O βαρύς αρκούδος που με συνοδεύει,
πολυειδές το μέλι το πρόσωπό του για να αλείψει,
εδώ κι εκεί χοντροκομμένος κι άτσαλος,
ο βασικός ο τόνος κάθε μέρους,
ο κτηνώδης που χτυπάει πεινασμένος
με τα γλυκά ερωτευμένος, με το θυμό και με τον ύπνο,
τρελός εργάτης, τα πάντα αναστατώνει,
στο κτίριο σκαρφαλώνει, την μπάλα κλωτσάει,
ρίχνει γροθιές στον αδερφό του μέσα στη γεμάτη μίσος πόλη.

Στο πλάι μου ανασαίνει, ετούτο το μεγάλο ζώο,
αυτός ο μέγας ο αρκούδος που μαζί μου κοιμάται,
ουρλιάζει στον ύπνο του ζητώντας ένα ζαχαρένιο κόσμο,
μια γλυκύτητα βαθιά σαν του νερού το πιάσιμο,
ουρλιάζει στον ύπνο του για το σφιχτό σκοινί
που τρέμει και φανερώνει απο κάτω το σκοτάδι.
-- Η βόλτα της επίδειξης τρομάζει,
ντυμένος το κοστούμι του, τα μπατζάκια του φουσκώνει,
τρέμει στην σκέψη πως τούτο το τρεμάμενο κορμί
στο απολύτως τίποτα εν τέλει θα μορφάσει.

Ετούτο το ζώο το αναπόφευκτο μαζί μου περπατάει,
μ'ακολουθεί απ'όταν με βαστούσε η μαύρη μήτρα,
πηγαίνει όπου πηγαίνω, παραποιώντας την χειρονομία μου,
καρικατούρα μου, πρησμένη σκιά μου,
γελοίος κλόουν με κίνητρο πνευματικό,
περιπλέκει και προσβάλλει με το δικό του το σκοτάδι,
τον μυστικό τον βίο των οστών και της κοιλιάς μου,
αδιαφανής, πολύ στενός, προσωπικός, μα πάλι άγνωστος,
απλώνει χέρια ν' αγκαλιάσει εκείνη που αγαπάω
με την οποία θα 'πρεπε δίχως αυτόν να περπατώ,
άγαρμπα την αγγίζει, παρότι με μια λέξη
η καρδιά μου θα ξαλάφρωνε και θα απαλλαγόμουν,
σκοντάφτει, παραπατάει, για να τραφεί αγωνίζεται
τραβώντας με μαζί του την όρεξή του να χορτάσει,
ανάμεσα σε εκατό εκατομμύρια του είδους του,
της όρεξης αυτής παντού το συνωστίζειν.
                                                                   Delmore Schwartz
                                                   Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου