Stars Over The Dordogne
Stars are dropping thick as stones into the twiggy
Picket of trees whose silhouette is darker
Than the dark of the sky because it is quite starless.
The woods are a well. The stars drop silently.
They seem large, yet they drop, and no gap is visible.
Nor do they send up fires where they fall
Or any signal of distress or anxiousness.
They are eaten immediately by the pines.
Where I am at home, only the sparsest stars
Arrive at twilight, and then after some effort.
And they are wan, dulled by much travelling.
The smaller and more timid never arrive at all
But stay, sitting far out, in their own dust.
They are orphans. I cannot see them. They are lost.
But tonight they have discovered this river with no trouble,
They are scrubbed and self-assured as the great planets.
The Big Dipper is my only familiar.
I miss Orion and Cassiopeia's Chair. Maybe they are
Hanging shyly under the studded h orizon
Like a child's too-simple mathematical problem.
Infinite number seems to be the issue up there.
Or else they are present, and their disguise so bright
I am overlooking them by looking too hard.
Perhaps it is the season that is not right.
And what if the sky here is no different,
And it is my eyes that have been sharpening themselves?
Such a luxury of stars would embarrass me.
The few I am used to are plain and durable;
I think they would not wish for this dressy backcloth
Or much company, or the mildness of the south.
They are too puritan and solitary for that—
When one of them falls it leaves a space,
A sense of absence in its old shining place.
And where I lie now, back to my own dark star,
I see those constellations in my head,
Unwarmed by the sweet air of this peach orchard.
There is too much ease here; these stars treat me too well.
On this hill, with its view of lit castles, each swung bell
Is accounting for its cow. I shut my eyes
And drink the small night chill like news of home.
Sylvia Plath, The collected Poems
Τ'αστέρια πάνω απο το ποταμό Dordogne
Τ'αστέρια πέφτουν πυκνά σα πέτρες πάνω στο λεπτό
κορμό των δέντρων που η σκιά του είναι σκοτεινότερη
απο τη σκοτεινιά του ουρανού λόγω της έλειψης αστεριών.
Τα δέντα είναι ένα πηγάδι . Τ'αστέρια πέφτουν σιγαλά.
Ενώ ακόμα πέφτουν φαίνονται μεγάλα χωρίς κανένα ορατό κενό.
Ουτε προκαλούν φωτιές εκεί που πέφτουν
ή κανένα σημάδι θλίψης ή αγωνίας.
Τρώγονται αμέσως απο τα πεύκα.
Εδώ που είμαι στο σπίτι, μόνο τ'αραιά αστέρια
φτάνουν τη χαραυγή, κι αυτό μετά απο πολύ προσπάθεια.
Και είναι ωχρα, ξεβαμμένα απο το μεγάλο ταξίδι.
Τα μικρότερα και το πιο ντροπαλά δε φτάνουν ποτέ
αλλα μένουν, καθισμένα πολύ μακριά, στη δική τους σκόνη.
Είναι ορφανά. Δε μπορώ να τα διακρίνω. Έχουν χαθεί.
Αλλά σήμερα έχοντας ανακαλύψει αυτό το ποτάμι εύκολα
είναι μεγάλα και αυτάρεσκα σα μεγάλοι πλανήτες.
Εγώ ξέρω μόνο τη μεγάλη Άρκτο.
Χάνω τον Ωρίωνα και τη Κασσιόπη. Ίσως
κρέμονται ντροπαλά στον κατάσπαρτο ορίζοντα
σαν ένα απλό μαθηματικό πρόβλημα παιδιού.
Οι άπειροι αριθμοί φαίνεται να ναι το πρόβλημα εκεί πάνω.
Ή αλλιώς είναι εκεί και η μεταμφίεσή τους υπερβολικά φωτεινή
που τα προσπερνώ με το να ψάχνω τόσο επίμονα.
Ίσως η εποχή να μην είναι η σωστή.
Τι κι αν ο ουρανός εδώ δεν είναι διαφορετικός,
κι είναι τα μάτια μου που ακονίζουν τον εαυτό τους;
Τέτοια πολυτέλεια άστρων θα με ντρόπιαζε.
Τα λίγα στα οποία είμαι συνηθισμένη είναι επίπεδα και στέρεα.
Πιστεύω αυτά δε θα επιθυμούσαν αυτή τη κομψή αυλαία
ή παραπάνω συντροφιά ή τη πραότητα του νότου.
Είναι πολύ συντηρητικά και μοναχικά γι'αυτό--
Όταν ένα απο αυτά πέφτει αφήνει ένα κενό,
μιά αίσθηση απουσίας για τη παλιά λαμπερή του θέση.
Και εκεί που βρίσκομαι τώρα, πίσω στο καταδικό μου σκοτεινό αστέρι,
Φανταζομαι αυτούς τους αστερισμούς
ζεσταμένους απο το γλυκό αεράκι του ωραίου περιβολλιού.
Όλα είναι άνετα εδώ. Τ'αστέρια μου συμπεριφέρθηκαν τόσο καλα.
Σ'αυτο το λόφο, με τη θέα φωτισμένων κάστρων, η καθε αιωρούμενη καμπάνα
λογοδοτεί για την αγελάδα της. Κλείνω τα μάτια
και πίνω τη μικρή νυχτερινή δροσιά σαν τα νέα απο το σπίτι.
Σύλβια Πλάθ
[μετάφραση Iris Verina]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου