Τα πρωινά πρώτα-πρώτα σ'άρεσε να διαβάζεις τα νέα στο κρεβάτι.
Κι εγώ νυσταγμένη ακόμα σου λεγα πως δε θα υπάρχουν νέα σε τόσο λίγο χρόνο,
τόσο πολύ μίκραινε ο χρόνος μέσα μου
και το μόνο που ακούγονταν ήταν ο ήχος των λεπτών από το μεγάλο ρολόι στο χόλ
που ποτέ κανείς δε θυμάται ότι υπήρχε.
**************
Την άλλη φορά ταξιδεύαμε μαζί με το τρένο.
Δεν είχε καμιά θέση ελεύθερη κι εγώ δεν είχα δουλειά.
Ζαλιζόμασταν και γελούσαμε καθισμένοι στο πάτωμα
και μου λεγες ξανά και ξανά πώς δεν είχα δουλειά.
Δεν ήξερα τι ν'απαντήσω κι απλά γέλαγα και ζαλιζόμουν
με το ρυθμό του τρένου έτσι όπως περνούσε κι άφηνε πίσω του χρόνια
και φεγγάρια ερειπωμένα και θολά όπως τα χνώτα μας,
στο τζάμι του τρένου εκείνο το βροχερό απόγευμα.
Χτες πήρα το τρένο για τη δουλειά. Έβρεχε.
Ποτέ δε ξαναθόλωσαν εκείνα τα τζάμια. Έχω βρει πια δουλειά. Καλημέρα.